Ψυχολογική υποστήριξη εργαζομένων σε τομείς που πλήττονται από τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού: Το παράδειγμα των αεροσυνοδών

Αγγελική Καρύδη, Ψυχολόγος, MSc,
Συνεργάτης Δικτύου Psy-Counsellors, Ιπτάμενος Φροντιστής στην Austrian Airlines

Επιμέλεια: Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Το άρθρο περιλαμβάνει μεταφρασμένα αποσπάσματα από προηγούμενο άρθρο της κ. Καρύδη: Karydi Angeliki (2020). Arbeitsbeanspruchung bei Flight Attendants. Psychologie in Österreich 3&4 (Themenschwerpunkt Luftfahrtpsychologie), Volume 40, Hogrefe.

Βρισκόμαστε ακριβώς στην περίοδο της επανέναρξης της τουριστικής περιόδου και της σχετικής απελευθέρωσης, (αλλά με περιορισμούς) του τομέα των μετακινήσεων. Είναι εύλογο λοιπόν να αναρωτιέται κανείς ποιες είναι οι συνέπειες της μακροχρόνιας πλέον τραυματικής εμπειρίας των παρατεταμένων lockdown για τους, διαφόρων θέσεων και ειδικοτήτων, εργαζόμενους στον τομέα του τουρισμού και των μετακινήσεων. Από την πλευρά μας, θα σταθούμε στις ψυχικές συνέπειες και στο μετατραυματικό άγχος που βιώνουν τα άτομα μετά από κάθε περίοδο οικονομικής και επαγγελματικής κρίσης. Σαν παράδειγμα θα χρησιμοποιήσουμε την περίπτωση του επαγγέλματος του αεροσυνοδού, δανειζόμενοι στοιχεία από την εμπειρία και την ενασχόληση μας με άτομα που απασχολούνται στον συγκεκριμένο κλάδο, ο οποίος έχει πληγεί παγκοσμίως, σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ειδικότερα, λόγω της εμφάνισης της ασθένειας του κορωνοϊού και των συνεπειών της στην καθημερινή ζωή των ατόμων, από τον Μάρτιο του 2020 ο κλάδος των ταξιδιών έχει θιγεί ιδιαιτέρως, καθώς υπάρχουν πολλοί περιορισμοί και διαφορετικοί κανόνες για την είσοδο στην εκάστοτε χώρα – προορισμό. Οι κανόνες αυτοί όχι μόνο περιορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών, αλλά παράλληλα αποτελούν αντικίνητρο στο να ταξιδέψει κάποιος και να μετακινηθεί, είτε για λόγους εργασίας, είτε, κατά μείζονα λόγο, για λόγους αναψυχής. Παρατηρούμε λοιπόν σε συμπυκνωμένο ιστορικά χρόνο, μια μετάβαση από την κουλτούρα της υπερκινητικότητας και των διαρκών μετακινήσεων, σε εκείνη των εκλογικεύσεων του εγκλεισμού και της παύσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής με υγειονομικού τύπου επιχειρήματα. Έτσι, από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα παρατηρείται δραματική μείωση του αριθμού των ανθρώπων που ταξιδεύουν.

Κατά συνέπεια, η «βιομηχανία του τουρισμού» και των μετακινήσεων υπέστη σοβαρότατο πλήγμα, συρρικνώθηκε η αεροπορική, αλλά και η ακτοπλοϊκή κίνηση, καθώς και οι κρουαζιέρες, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι όχι μόνο να δουλεύουν λιγότερο, αλλά ακόμα και να χάνουν τις δουλειές τους, γνωρίζοντας παράλληλα ότι θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρούν αργότερα δουλειά στον ίδιο τομέα. Επιπρόσθετα, η αλλαγή στην καθημερινότητα τους είναι αξιοσημείωτη, αφού οι εργαζόμενοι κυρίως στον τομέα των αεροπορικών μετακινήσεων είχαν οργανώσει τη ζωή τους στα πλαίσια μιας διαρκούς κίνησης και επαφής με άλλους ανθρώπους. Παράλληλα, ο εν λόγω τομέας δεν επιτρέπει ούτε επιδέχεται τηλε-εργασία. Ως εκ τούτου, πολλοί από τους εργαζόμενους οδηγήθηκαν ξαφνικά και αναγκαστικά σε αδράνεια ή στην αναζήτηση άλλων πηγών βιοπορισμού και απασχόλησης.

Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες και την ποιότητα της καθημερινής ζωής των εργαζομένων στον τομέα των αεροπορικών μετακινήσεων. Παράλληλα, το επάγγελμα του αεροσυνοδού είχε συγκεκριμένες δυσκολίες και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ήδη πριν εμφανιστεί η πανδημία που έπληξε τις συνθήκες εργασίας των ατόμων. Παρατηρούμε πλέον μέσα από την κλινική μας εμπειρία, ότι οι εργαζόμενοι στον συγκεκριμένο τομέα ή σε παρόμοιους τομείς, παρουσιάζουν συχνά ψυχοκοινωνικές δυσκολίες όπως επαγγελματική εξουθένωση, χαμηλή αυτοεικόνα και χαμηλή αυτοεκτίμηση, επαγγελματική ανασφάλεια, συμπτώματα γενικευμένου άγχους, παράλληλα με φοβίες αναφορικά με τις συνθήκες επαναπροσαρμογής τους σε μια κανονικότητα που αισθάνονται πως θα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν με την οποία είχαν μάθει να δουλεύουν και να ζουν έως σήμερα. Συγχρόνως, εμφανίζουν πολύ συχνά έμμονες ιδέες γύρω από την σωματική τους ακεραιότητα και αυξημένα επίπεδα στρες, εφόσον θεωρούν πως οι ίδιοι κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από σχεδόν όλες τις άλλες επαγγελματικές κατηγορίες να κολλήσουν κορωνοϊό, ή να μεταφέρουν την ασθένεια σε οποιοδήποτε μέλος του οικογενειακού ή του φιλικού τους περιβάλλοντος.

Πως θα μπορούσε λοιπόν να συγκροτηθεί μια αποτελεσματική υποστηρικτική παρέμβαση βασισμένη στις αρχές της ψυχολογίας της εργασίας για τους εργαζομένους σε αυτούς τους τομείς, η οποία θα ενσωματώνει στοιχεία από την εμπειρία των ειδικών ψυχικής υγείας στη διαχείριση του μετατραυματικού άγχους, όπως αυτό έχει προκύψει από την αλλαγή των καθημερινών συνθηκών διαβίωσης λόγω των περιοριστικών μέτρων για τη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού; Πως θα μπορούσαν οι εργαζόμενοι να βρουν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας, κοινωνικοποίησης και εργασίας και να διαχειριστούν τα αρνητικά συναισθήματα που συνοδεύουν μετατραυματικές εμπειρίες και βιώματα;

Καταρχάς, θα πρέπει να προβούμε σε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικές με την ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος του αεροσυνοδού: Το επάγγελμα του αεροσυνοδού ή αλλιώς ιπτάμενου φροντιστή είναι μια δουλειά γεμάτη ποικίλες ταξιδιωτικές εμπειρίες, νέες εικόνες και καινούρια πρόσωπα. Υπάρχουν πολλές εναλλαγές όσον αφορά το πρόγραμμα, τους συναδέλφους και τους προορισμούς.

Παράλληλα, είναι μια απασχόληση ιδιαίτερα πιεστική και στρεσογόνος. Σύμφωνα με τους Greif and Cox (1997, σελ. 432-439), «Το άγχος είναι μια υποκειμενικά δυσάρεστη κατάσταση έντασης». Πολλοί αεροσυνοδοί, όπως βέβαια και άλλοι επαγγελματίες, υποφέρουν από άγχος, καθώς είναι οι κύριοι υπεύθυνοι μαζί με τους πιλότους για την ασφάλεια στο αεροσκάφος, ένας ρόλος που τους προκαλεί μεγάλη πίεση, καθώς πρέπει να είναι προετοιμασμένοι και άρτια εκπαιδευμένοι για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, στις οποίες πρέπει να εκκενώσουν το αεροσκάφος και να κατευθύνουν τους επιβάτες σε ασφαλές μέρος. Επιπλέον, μετά από ένα τραυματικό συμβάν ή μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση, είναι πολύ πιθανό τα μέλη του πληρώματος, όπως άλλωστε και οι επιβάτες της πτήσης, να αναπτύξουν μετατραυματικό στρες.

Ένας επιπλέον παράγοντας άγχους είναι και η εργασία σε ομάδες που αποτελούνται κάθε φορά από διαφορετικά άτομα. Παρά την ύπαρξη γενικών κανόνων και διαδικασιών, κάθε αεροσυνοδός έχει αναπτύξει τον δικό του προσωπικό τρόπο εργασίας και επικοινωνίας και δεν είναι πάντα εύκολο να συνεργαστεί με συναδέλφους που γνωρίζει για πρώτη φορά, γεγονός που ενδεχομένως μπορεί να επιφέρει συγκρούσεις. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με μια μελέτη (Harris, 1995), η πλειονότητα των αεροσυνοδών θεώρησε ότι σημαντικές πτυχές της εργασίας τους δεν αναγνωρίζονταν από πιλότους, επιβάτες και διευθυντικά στελέχη.

Σε γενικές γραμμές, η δουλειά στο αεροπλάνο είναι η ίδια σε κάθε πτήση, με αποτέλεσμα να υπάρχει συχνά το αίσθημα της μονοτονίας, της ρουτίνας και της έλλειψης δημιουργικότητας. Επίσης, καθώς το επάγγελμα αυτό είναι μια πρακτική δραστηριότητα, μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να προκαλέσει διάφορα προβλήματα υγείας σε πολλούς αεροσυνοδούς. Τα αποτελέσματα μιας μελέτης στις ΗΠΑ που συνέκρινε τους αεροσυνοδούς με τον μέσο πληθυσμό ήταν ότι αυτή η επαγγελματική ομάδα είναι πιο πιθανό να αναπτύξει διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη και καρκίνο (Mcneely, Mordukhovich, Tideman, Gale, & Coull, 2018). Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία του ύπνου είναι ιδιαίτερα περίπλοκη για τους εργαζόμενους σε βάρδιες, καθώς οι χρόνοι του ύπνου πρέπει να προσαρμόζονται στο πρόγραμμα εργασίας που αλλάζει συνεχώς. Η κακή ποιότητα και η έλλειψη ύπνου, ειδικά κατά τη διάρκεια νυχτερινών πτήσεων, αυξάνουν την ευερεθιστότητα, τη δυσκολία συγκέντρωσης και την σωματική κούραση και μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη απόδοση (Van Dongen, Maislin, Mullington & Dinges, 2003). Μια ανασκόπηση των μελετών σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία και την ευημερία των αεροσυνοδών (Nagda & Koontz, 2003) έδειξε ότι η διάρκεια των πτήσεων σχετίζεται με τα παράπονα που εκφράζουν σχετικά με τη δουλειά τους. Παραδείγματος χάριν, το jetlag και οι επιπτώσεις του, όπως πονοκέφαλοι, προβλήματα στο στομάχι, διαταραχές ύπνου και κόπωση, εμφανίζονται κυρίως εξαιτίας των υπερατλαντικών, μακρινών ταξιδιών.

Είναι γεγονός ότι οι αεροσυνοδοί έχουν διαφορετικό πρόγραμμα κάθε μήνα και μπορεί να διανυκτερεύουν εκτός σπιτιού για μία με δύο νύχτες ή περισσότερες. Οι κυλιόμενες ώρες και μέρες εργασίας δυσκολεύουν γενικότερα την κοινωνική και οικογενειακή ζωή, καθώς οι βραχυπρόθεσμες αλλαγές στην καθημερινότητα δεν είναι πάντα εύκολα διαχειρίσιμες και απαιτείται κάποιες φορές η βοήθεια από φίλους και συγγενείς. Επιπλέον, η συμμετοχή τους σε γιορτές και κοινωνικές εκδηλώσεις δεν είναι αυτονόητη, κάτι που είναι ιδιαίτερα δύσκολο και ψυχοφθόρο για πολλούς αεροσυνοδούς, καθώς αισθάνονται ότι μένουν εκτός κοινωνικού περιβάλλοντος και περιθωριοποιούνται, με αποτέλεσμα τα συναισθήματα της μοναξιάς και της δυσαρέσκειας να αυξάνονται. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι μετά τη γέννηση ενός παιδιού, ορισμένες αεροσυνοδοί βιώνουν ακόμη και φόβο να πετάξουν, ή εκδηλώνουν φοβίες γύρω από το θάνατο. (Ballard, Corradi, Lauria, Mazzanti, Scaravelli, Sgorbissa, Romito & Verdecchia, 2004).

Κατά τη γνώμη μας, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η διατήρηση της επαφής με την οικογένεια και τους φίλους και η εύρεση χρόνου τόσο για ξεκούραση και αναζωογόνηση όσο και για δημιουργικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, οι προσωπικές σχέσεις πρέπει να φροντίζονται και να προστατεύονται, καθώς αποτελούν δίχτυ ψυχικής ασφαλείας και είναι πολύτιμες για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζόμενων σε αυτούς τους τομείς.

Πως επομένως μπορούν να υποστηριχθούν οι εργαζόμενοι ειδικά στον τομέα των αεροπορικών μετακινήσεων, ώστε να διαχειριστούν όλες τις αλλαγές που επέφερε στη ζωή τους η πανδημία του κορωνοϊού; Πως θα προετοιμαστούν για να προσαρμόζονται με επιτυχία στις εναλλαγές που μπορεί να επιφέρει η εν εξελίξει πανδημία και κυρίως η διαχείριση της, στην εξέλιξη της επαγγελματικής τους ζωής; Όπως εκτιμούν πολλοί ειδικοί στον τομέα του τουρισμού και των μετακινήσεων, αναμένονται εκρήξεις στην μετακίνηση που θα διαδέχονται τις περιόδους του εγκλεισμού και των περιορισμών. Οι εργαζόμενοι στους εν λόγω τομείς οφείλουν να προσαρμόζονται σε αυτά τα «σκαμπανεβάσματα» αντιμετωπίζοντας όσο το δυνατόν καλύτερα για τους ίδιους και τους οικείους τους ακόμα και ακραίες εναλλαγές στην καθημερινότητά τους, όπως τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας να τα διαδέχονται μεγάλες περίοδοι «επαγγελματικής αγρανάπαυσης».

Στόχος μιας υποστηρικτικής ψυχοκοινωνικής παρέμβασης προς τους εργαζόμενους σε αυτούς τους κλάδους είναι:

α) Να εξαλειφθούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό οι αρνητικές συνέπειες του μετατραυματικού άγχους που έχει προκληθεί από τις αλλαγές στην επαγγελματική και προσωπική ζωή που έχει επιφέρει η εμφάνιση του κορωνοϊού στη ζωή των εργαζομένων στις πληττόμενες επαγγελματικές κατηγορίες,

β) Να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής,

γ) Η πρόληψη των ψυχικών διαταραχών,

δ) Να αυξηθεί το συναίσθημα της ικανοποίησης στους εργαζόμενους,

ε) Να καλλιεργηθεί η ψυχοκοινωνική ετοιμότητα και η ψυχική ανθεκτικότητα σε περιόδους υγειονομικών κρίσεων,

στ) Να αναγνωρίσει το άτομο τα αρνητικά του συναισθήματα (όπως το θυμό που μπορεί να αισθάνεται για ότι του συμβαίνει, την θλίψη ή το «πένθος» που μπορεί να βιώνει λόγω της απώλειας της εργασίας του, την ανασφάλεια που μπορεί να αισθάνεται λόγω της επαγγελματικής αστάθειας με την οποία έρχεται αντιμέτωπο κλπ), ώστε να μπορέσει να τα διαχειριστεί.

Οι δράσεις και οι παρεμβάσεις που προάγουν τους ανωτέρω στόχους είναι:

1. Προγράμματα πρόληψης και προαγωγής ψυχικής υγείας που απευθύνονται στο γενικό πληθυσμό και έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα. Συνήθως τα προγράμματα αυτά εκτυλίσσονται παράλληλα με την εξέλιξη της κρίσης (υγειονομικής ή άλλης) με στόχο την έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση γύρω από τα ζητήματα που αφορούν την κρίση και τη διαχείρισή της.

2. Εκπαιδευτικά σεμινάρια με ψυχοεκπαιδευτικούς στόχους με θεωρητικό, αλλά και βιωματικό περιεχόμενο που απευθύνονται όχι μόνο στους εργαζόμενους των πληττόμενων επαγγελματικών κατηγοριών, αλλά και στους ειδικούς ψυχικής υγείας που καλούνται να τους υποστηρίξουν.

3. Ομάδες ψυχοθεραπείας μέσα στις οποίες εντάσσονται οι εργαζόμενοι του ιδίου επαγγελματικού αντικειμένου ή συναφών κλάδων. Ειδικότερα, σε περιόδους κρίσης (υγειονομικής ή άλλης) στις ομάδες αυτές τίθεται ως προτεραιότητα η διαχείριση των αλλαγών που επιφέρει μια κρίση στη ζωή των ατόμων. Μάλιστα, όπως έχει φανεί, η εργασία σε ομάδες βοηθά σε τέτοιες καταστάσεις τα μέλη περισσότερο από ένα αμιγώς ψυχοθεραπευτικό ατομικό πλαίσιο, αφού καλλιεργείται το αίσθημα του συνανήκειν και τα μέλη της ομάδας κοινωνικοποιούνται εκ νέου, μοιράζονται τα συναισθήματα δυσφορίας και αναγνωρίζουν τις δυσκολίες τους σε άλλα κοινωνικά παραδείγματα. Με άλλα λόγια, σταματούν αφενός να νιώθουν μόνοι, αφετέρου ότι είναι οι μόνοι που τους συμβαίνει κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο.

4. Ατομικό πλαίσιο συμβουλευτικής για τη διαχείριση των δυσκολιών στην εργασία: η ψυχολογία της εργασίας προτείνει σε πολλές περιπτώσεις όπου η εργασία δυσκολεύει το άτομο ή το καθιστά δυσλειτουργικό, βραχυχρόνιες εξατομικευμένες συμβουλευτικές παρεμβάσεις μέσα στις οποίες ο ψυχολόγος, σε συνεργασία με τον συμβουλευόμενο, επεξεργάζονται από κοινού συγκεκριμένους τρόπους διαχείρισης των προβλημάτων.

5. Τέλος, σε περιπτώσεις που οι συνέπειες μιας κρίσης εκδηλώνονται με συμπτώματα ή με κάποια ψυχική διαταραχή, το ατομικό πλαίσιο ψυχολογικής υποστήριξης πιο μακράς διάρκειας κρίνεται συχνά απαραίτητο.

Βιβλιογραφία

BALLARD, T. J., CORRADI, L., LAURIA, L., MAZZANTI, C., SCARAVELLI, G., SGORBISSA, F., ROMITO, P. & VERDECCHIA, A. (2004). Integrating qualitative methods into occupational health research: a study of women flight attendants. Occupational and Environmental Medicine, 61, 163-166.

GREIF, S. & COX, T. (1997). Stress. In S. Greif, H. Holling & N. Nicholson (Hrsg.), Arbeits- und Organisationspsychologie. Internationales Handbuch in Schlüsselbegriffen. München: Psychologie Verlags Union.

HARRIS, D. H. R. (1995). Perceived working relationship between flight deck and cabin crew. In N. Johnston, R. Fuller and N. McDonald (eds.), Aviation Psychology: Training and Selection (87-92). Aldershot; Avebury Aviation.

MCNEELY, E., MORDUKHOVICH, I., TIDEMAN, S., GALE, S. & COULL, B. (2018). Estimating the health consequences of flight attendant work: comparing flight attendant health to the general population in a cross-sectional study. BMC Public Health 18, 346.

NAGDA, N. L. & KOONTZ, M. (2003). Review of studies on flight attendant health and comfort in airliner cabins. Aviation Space and Environmental Medicine, 74 (2), 101-109.

VAN DONGEN, H.P.A., MAISLIN, G., MULLINGTON, J.M. & DINGES, D.F. (2003). The cumulative cost of additional wakefulness: Dose response effects on neurobehavioral functions and sleep physiology from chronic sleep restriction and total sleep deprivation. Sleep, 26(2), 117-126.