Ένα Παραμύθι για τα Φώτα και τους Καλικάντζαρους

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Το γέλιο στην ελληνική λαογραφική παράδοση

Οι καλικάντζαροι είναι μια υπερβολή. Και η υπερβολή είναι συνήθως κάτι ασυνήθιστο. Τόσο ασυνήθιστο όσο τα ανθρωπίδια, μια λέξη των αλχημιστών του 16ου αιώνα που δηλώνει ένα τεχνητό μικροσκοπικό ανθρώπινο πλάσμα που είναι ικανό να δημιουργήσει ζημιές. Αυτά τα αφύσικα όντα, τα ασυνήθιστα, επειδή βρίσκονται εκτός του κανόνα φοβίζουν και τρομοκρατούν. Όμως ο φόβος και ο τρόμος δεν αντέχονται. Κάπως οι άνθρωποι πρέπει να τα υπερνικήσουν. Διότι ο φόβος απειλεί την συνοχή της κοινωνίας. Για την αντιμετώπιση του φόβου γίνεται μεταξύ άλλων επίκληση στο γέλιο και την σάτιρα, που συνιστούν συχνά τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους, όπως παρατηρεί και ο Vicente Ordonez Roig, στο βιβλίο του «Το Γελοίο ως πολιτικό εργαλείο», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 

Στην ανατολή του νέου χρόνου, στην γιορτή των φώτων ας επιχειρήσουμε να ξαναφέρουμε το γέλιο στη ζωή μας. Για να καταπολεμήσουμε το περιρρέον κλίμα μιζέριας, για να το προσφέρουμε στον εαυτό μας ως αντίδοτο της κατάθλιψης, για να πολεμήσουμε τον φόβο, για να απομυθοποιήσουμε τις απειλές, για να καθαιρέσουμε όσους παράγουν λόγο τρομοκρατίας, για να επανοικοδομήσουμε τελικά μια σχέση με τον εαυτό μας λιγότερο σοβαροφανή και πιο ουσιαστική. Γιατί ως γνωστόν γελάει πάντα καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος… 

Τ’ αυγότσουφλα

Τα πολύ παλιά χρόνια, οι γιαγιάδες έλεγαν πως άμα θέλει κανείς να διώξει τους καλικάντζαρους, έπρεπε να τους κάνει να γελάσουν. Γιατί οι καλικάντζαροι είναι πλάσματα μοχθηρά και γεμάτα κακίες και ζήλιες, κοροϊδεύουν και βασανίζουν τους ανθρώπους. Ποτέ τους δεν γελάνε…

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, πήγαν οι καλικάντζαροι κι άρπαξαν ένα μωράκι, μέσα απ’ τη ζεστή του κούνια. Στη θέση του έβαλαν έναν άσχημο, μαυριδερό καλικάντζαρο που είχε κόκκινα μάτια, μεγάλα σαν του βατράχου. Αυτός όλο ήθελε να τρώει και να πίνει. Έκλαιγε η καημένη η μάνα του μωρού, που το ‘χε χαμένο, τι να κάνει, όμως, φρόντιζε και το τέρας αυτό που της είχαν αφήσει στην κούνια…

Περνούσε ο καιρός κι η δυστυχισμένη γυναίκα πήγε στον δάσκαλο του χωριού, να τον ρωτήσει τι έπρεπε να κάνει.
Τότε της λέει ο δάσκαλος: 
«Πάρε αυγά κι άνοιξε τα στη μέση. Κράτα τα αυγότσουφλα και γέμισέ τα με νερό. Έπειτα, βαλ’ τα στη φωτιά, να βράσει το νερό που έχουν μέσα. Άμα τα δει αυτά που κάνεις ο καλικάντζαρος, θα βάλει τα γέλια, θα χαθεί… »

Τι να κάνει η γυναίκα, πήρε τ’ αυγά κι έκαμε όπως της είπε ο δάσκαλος. Το τέρας μες στην κούνια, την παρακολουθούσε ν’ αδειάζει τ’ αυγά προσεκτικά και κρατιότανε να μη γελάσει… όταν όμως την είδε να βάζει τακτικά και περιποιημένα τ’ αυγότσουφλα στη σειρά και να τα γεμίζει νερό, φώναξε: 
«Χρόνους και χρόνους ζω στον κόσμο τούτο, μα τόση χαζομάρα, να βράζεις νερό μέσα σ’ αυγότσουφλα, πρώτη φορά τη βλέπω! »

Πνίγηκε τότε στα γέλια και, κρατώντας τη χοντρή μαυροκοιλιά του, έκανε «πλιφ!» και χάθηκε… στη θέση του, να σου τ’ αληθινό μωράκι της γυναίκας που χαμογελούσε ευτυχισμένο μες στη ζεστή κούνια του…

Να, κάτι τέτοια κάνουνε οι καλικάντζαροι και βασανίζουν τους απλούς ανθρώπους… ευτυχώς που έρχονται κάθε χρόνο τα Φώτα, κι ο παπάς με την αγιαστούρα του, και χάνονται τα μιαρά και ζούμε όλοι καλύτερα. 

Από το Βιβλίο 10 Χριστουγεννιάτικα Παραδοσιακά Παραμύθια, Κείμενα – Εικόνες Εύα Καραντινού, εκδόσεις Άγκυρα